- καρποφάγος
- καρποφάγοςliving on fruitmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρποφάγος — ο, θηλ. και α (Α καρποφάγος, ον) αυτός που τρέφεται κυρίως με καρπούς («τὰ μὲν σαρκοφάγα, τὰ δὲ καρποφάγα, τὰ δὲ παμφάγα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἐ φάγ ην, παθ. αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο φάγος, χορτο… … Dictionary of Greek
καρποφάγον — καρποφάγος living on fruit masc/fem acc sg καρποφάγος living on fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφάγα — καρποφάγος living on fruit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφάγοι — καρποφάγος living on fruit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφάγους — καρποφάγος living on fruit masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφάγων — καρποφάγος living on fruit masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφαγώ — (Α καρποφαγῶ, έω) [καρποφάγος] ζω τρώγοντας καρπούς, είμαι καρποφάγος … Dictionary of Greek
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
καρποφαγία — η το να τρώει κάποιος καρπούς, οπωροφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρποφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Χαρ. Βουλαλή] … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek